αμιχθαλόεις

αμιχθαλόεις
ἀμιχθαλόεις, -εσσα, -εν (Α)
1. απροσπέλαστος, αφιλόξενος
2. (με άλλη ερμηνεία) καταχνιασμένος, ομιχλώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίθετο γνωστό ήδη από τον Όμηρο, που απαντά συνήθως σε θηλυκό γένος, ως προσδιορισμός του τοπωνυμίου Λήμνος (ἀμιχθαλόεσσα Λήμνος). Η σημασία καθώς και η ετυμολογική προέλευση τής λ. δημιουργούν πολλά προβλήματα, τα οποία παραμένουν ακόμη άλυτα. Κατά μία άποψη, η λ. προέρχεται από τ. *ἀμίχθαλος «ομίχλη» και επομένως σημαίνει «τον ομιχλώδη», υποδηλώνοντας έτσι το ηφαίστειο και τα σιδηρουργεία τού Ηφαίστου στη Λήμνο. Άλλοι συνδέουν τη λ. με το επίθ. ἀπρόσμικτος* και τής αποδίδουν τη σημασία «αφιλόξενος». Σύμφωνα με ορισμένους σχολιαστές, εξάλλου, η λ. είναι κυπριακή και σημαίνει «ευδαίμων». Με βάση την άποψη αυτή τών σχολιαστών η λ., κατά τον Lagercrantz, ανάγεται σε αρχικό τ. *ἀμικτοθαλόεσσα «η θάλλουσα χωρίς αναμίξεις, ανόθευτη, γνήσια ευτυχία». Τέλος, κατ’ άλλη, τολμηρότερη άποψη, το επίθ. συνδέεται ετυμολογικά με το ουσ. ἀμύγδαλον -ή και επομένως σημαίνει «τόπο γεμάτο αμύγδαλα ή αμυγδαλιές»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀμιχθαλόεις — inhospitable masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμιχθαλόεντος — ἀμιχθαλόεις inhospitable masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμιχθαλόεσσα — ἀμιχθαλόεις inhospitable fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμιχθαλόεσσαι — ἀμιχθαλόεις inhospitable fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμιχθαλόεσσαν — ἀμιχθαλόεις inhospitable fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιχθαλόεις — μιχθαλόεις, εσσα, εν (Α) αμιχθαλόεις*. [ΕΤΥΜΟΛ. Διάφορη γραφή τού ἀμιχθαλόεις* «απροσπέλαστος, ομιχλώδης»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”